χαρακτηρίσει

χαρακτηρίσει
χαρακτηρίζω
engrave
aor subj act 3rd sg (epic)
χαρακτηρίζω
engrave
fut ind mid 2nd sg
χαρακτηρίζω
engrave
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • ολοκληρωτισμός — Όρος που δημιουργήθηκε τον 20ό αι. για να χαρακτηρίσει πολιτικά κινήματα και καθεστώτα που αποκλείουν απόλυτα, στην πάλη για την άσκηση της εξουσίας, και αυτή την ύπαρξη μιας νόμιμης αντιπολίτευσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά (ιδιαίτερα από… …   Dictionary of Greek

  • σοπράνο — (Μουσ.). Συχνά αποδίδεται στα ελληνικά «υψίφωνος». Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη φωνή, που είναι ικανή να φτάσει στους οξύτερους φθόγγους. Κατά κανόνα πρόκειται για γυναικείες φωνές αλλά ισχύει και για τη φωνή (τη… …   Dictionary of Greek

  • συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κρεπουσκολαρισμός — (ιταλ. crepusculo = λυκόφως, σούρουπο). Ιταλική ποιητική σχολή των αρχών του 19ου αι., με κυριότερους εκπροσώπους τους ποιητές Μ. Μορέτι, Φ. Μαρτίνι και Γκ. Γκοτσάνο. Ουσιαστικά ο κ. δεν συνιστά τεχνοτροπία αλλά έκφραση της ψυχικής διάθεσης των… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”